- ελικοφόρος
- -α, -ο1. που έχει έλικα, που κινείται με έλικα, ο ελικοκίνητος.2. που έχει πάνω του χαραγμένους έλικες: Ελικοφόρος κύλινδρος.3. το ουδ. ως ουσ., ελικοφόρο (ενν. πλοίο), ελικοκίνητο (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.